του Γιώργου Λαμπίρη
Εφικτούς στόχους που ελαχιστοποιούν τις ζηµιές στην καλλιέργεια της ελιάς, αλλά και επίµονα προβλήµατα που ανακόπτουν τη δυναµική των Ελλήνων παραγωγών όποτε επιχειρούν να τοποθετήσουν στην αγορά επώνυµα προϊόντα ελιάς και ελαιολάδου ανέδειξε το 2ο ∆ιεθνές Συνέδριο Κέντρου Ελιάς που πραγµατοποιήθηκε στις 3 και 4 Ιουνίου.
Κοινή πεποίθηση των συνέδρων είναι η παγκόσµια ευκαιρία που ξεδιπλώνεται για το ελαιόλαδο, αλλά και η παραγωγική υποχώρηση της Ελλάδας, τη στιγµή που ανεβάζουν ρυθµούς οι µεγάλοι ανταγωνιστές.
Ξεκινώντας από τα πολύ βασικά και ουσιώδη, τις προσπάθειες δηλαδή που απαιτούνται στον ελαιώνα, ο ∆ρ. Αθανάσιος Γκέρτσης διευθυντής του Κέντρου Ελιάς Κρίνος στάθηκε στη σηµασία που έχει η γεωργία ακριβείας αποτελώντας βασικό εργαλείο για ελαχιστοποίηση των προβληµάτων στην καλλιέργεια, σε ενότητα του συνεδρίου µε αντικείµενο τις ορθές γεωργικές πρακτικές, την οποία συντόνισε ο Εκδότης και ∆ιευθυντής της Agrenda, Γιάννης Πανάγος.
Ο ∆ρ. Γκέρτσης προσέγγισε τις βασικές παραµέτρους καλλιέργειας της ελιάς µεταξύ των οποίων είναι η άρδευση της ελιάς µε νέα συστήµατα, η οποία καθίσταται αποδοτικότερη σε σχέση µε τις συµβατικές µεθόδους. Τόνισε δε, ότι «δεν µπορούµε να µιλάµε πλέον για λίπανση αλλά για θρέψη φυτών». Μία ακόµα παράµετρος στην οποία αναφέρθηκε είναι η φυτοπροστασία, σηµειώνοντας ταυτόχρονα ότι «είµαι περήφανος για το 1 δισ. ευρώ σε έσοδα από εξαγωγές, αλλά όχι για το 0,5 δισ. ευρώ ζηµίες που προέρχονται από τον δάκο και τις ασθένειες». Συµπλήρωσε ότι όλα τα προβλήµατα µπορούν να ελαχιστοποιηθούν από νέες τεχνολογίες µε επίκεντρο την γεωργία ακριβείας και βασικό εργαλείο τα ψεκαστικά drones, χαρακτηρίζοντάς τα ως το µέλλον των ψεκασµών.
Από την πλευρά του ο ∆ρ. Κωνσταντίνος Χαρτζουλάκης, Επιστηµονικός Σύµβουλος στην Άρδευση και στην Ελιά, αναφέρθηκε µεταξύ άλλων στο παράδειγµα της Ιταλίας και πώς η συγκεκριµένη χώρα επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στην ποιότητα έχει καταφέρει να πετύχει υψηλές τιµές στο ελαιόλαδο. Tόνισε επίσης τη σηµασία που έχει να σταθούµε ως χώρα στις τοπικές ποικιλίες, οι οποίες µπορούν να λειτουργήσουν ως η απάντηση στις ανταγωνίστριες παραγωγικές χώρες, αποτελώντας το συγκριτικό και παραγωγικό πλεονέκτηµα για την Ελλάδα. Αυτό που προκύπτει επίσης είναι ότι η ευκαιρία που παρουσιάζεται σε παγκόσµια κλίµακα, όπου τα τελευταία τριάντα χρόνια η παραγωγή και η κατανάλωση ελαιολάδου έχει αυξηθεί τουλάχιστον 95%, σύµφωνα µε στοιχεία του ∆ιεθνούς Συµβουλίου Ελαιολάδου, εν αντιθέσει µε τη χώρα µας που χάνει έδαφος στο σκέλος της παραγωγής. Τα δύο παραπάνω στοιχεία δείχνουν αφενός την αναπτυξιακή διαδροµή για το ελαιόλαδο παγκοσµίως και την προοπτική που παρουσιάζει το προϊόν, σε σύνδεση µε την διαρκώς αναπτυσσόµενη τάση που υπαγορεύει η υγιεινή διατροφή.
Στο χάσµα που υφίσταται σε αρκετές των περιπτώσεων ανάµεσα σε παραγωγούς που µετεξελίσσονται σε επιχειρηµατίες, αναφέρθηκε στο πλαίσιο του 2ου ∆ιεθνούς Συνεδρίου Κέντρου Ελιάς που διοργάνωσαν το Κέντρο Ελιάς και το Perrotis College της Αµερικανικής Σχολής ο Κωνσταντίνος Λύρης, γεωπόνος MSc, MBA, εµπειρογνώµονας σε θέµατα ελαιολάδου. Ο ίδιος στάθηκε στο γεγονός ότι πολλοί παραγωγοί που επιλέγουν να εξελιχθούν και σε επιχειρηµατίες, προχωρούν από την παραγωγή ελαιολάδου σε χύδην µορφή, στη συσκευασία του, βγάζοντας µία καινούργια ετικέτα, γεγονός που εκτός από παραγωγούς, τους καθιστά και επιχειρηµατίες. Ωστόσο συχνό είναι το φαινόµενο λίγο καιρό µετά από τις νέες ετικέτες που κυκλοφορούν, ελάχιστες να είναι εκείνες που τελικά µένουν στην αγορά . Ως αντίδοτο σε αυτή την εικόνα πρότεινε να υπάρχει σαφής διαχωρισµός αρµοδιοτήτων σε µία ελαιουργική επιχείρηση, γνώση του προϊόντος και της αγοράς.