Τα περιθώρια για σπέκουλα είναι από λίγα ως ανύπαρκτα, οι 350.000 τόνοι απόθεμα στη Μεσόγειο ελάχιστοι μπροστά στην υπάρχουσα ροή κατανάλωσης, ενώ κάθε μέρα που περνάει διαφαίνεται στο χωράφι πως η φετινή χρονιά οριακά χαρακτηρίζεται ως «κανονική» από άποψη προσφοράς. Η αυτορρύθμιση της αγοράς φαίνεται πως οδηγεί τις επόμενες βδομάδες σε εκκίνηση λίγο κάτω από το κλείσιμο της περσινής χρονιάς, πάνω από τα 6,5 ευρώ και πιθανότατα στο εύρος 6,80-7,20 ευρώ το κιλό, αναλόγως την περιοχή.
Δεν αποκλείονται ωστόσο και ευκαιριακές πωλήσεις για ΠΟΠ ελαιόλαδα και τα Λακωνικά, στα 7,20 έως 7,50 ευρώ το κιλό. Το αγουρέλαιο σιγά σιγά τις επόμενες μέρες τελειώνει και όσοι τόνοι απομένουν θα βρουν τον δρόμο τους για την ιταλική βιομηχανία εμφιάλωσης σε ικανοποιητικές τιμές, αρκετά πάνω από τα επίπεδα των 8 ευρώ το κιλό. Ένα παράπονο που καταγράφεται βέβαια από αρκετό κόσμο στη Μεσσηνία έχει να κάνει με την αδυναμία των παραγωγών να πιάσουν τις πρώτες τιμές που κατοχυρώνει η ζώνη της Αθηνολιάς στη Λακωνία, παρά το γεγονός πως κόσμος έβγαλε μερικούς εκατοντάδες τόνους αγουρέλαιο από την Κορωνέικη.
Κατεβάστε και ξεφυλλίστε σε υψηλή ανάλυση το τεύχος 43 του Ελαίας Καρπός
Σήμερα, η Ισπανία κρατάει τα 6,90 ευρώ το κιλό ως κορυφή για πράξεις μερικών εκατοντάδων τόνων περσινού έξτρα παρθένου σε καθημερινή βάση, με το παρθένο από κοντά στα 6,20 με 6,50 ευρώ το κιλό. Ο βιομηχανικός άσσος οριακά κρατάει τα 6 ευρώ το κιλό με ανάμεικτες προοπτικές. Η Ιταλία χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη σταθερότητα στα 8,50 με 9,50 ευρώ το κιλό και 10 με 11 ευρώ στη Σικελία.
Βάλε τρεις βγάλε τρεις τα μαθηματικά στο παγκόσμιο ισοζύγιο
Ίσα βάρκα ίσα νερά προϋπολογίζεται τη φετινή ελαιοκοµική περίοδο το αποτέλεσµα της πράξης προσφοράς µείον ζήτηση σε παγκόσµιο επίπεδο.
Συγκεκριµένα, η προσφορά αναµένεται να κινηθεί γύρω στους 2,95 εκατ. τόνους και η κατανάλωση να ανακάµψει από 7% έως 10%, στους 2,85 µε 2,95 εκατ. τόνους, σύµφωνα µε τις πρώτες εκτιµήσεις από Ιταλικά Ινστιτούτα και ιδιωτικές συμβουλευτικές.
Στο κοµµάτι της παραγωγής, αν δε βρέξει τις επόµενες 15 µέρες σε Χαέν, Τουρκία και νότια Ελλάδα, αναµένεται µικρή αναπροσαρµογή των εκτιµήσεων προς τα κάτω ίσως προς τους 2,80-2,85 εκατ. τόνους.
Όπως και να χει, η εμπειρία της τελευταίας διετίας και η αύξηση 20% της προσφοράς, προικονομούν για πλεόνασμα το πολύ 150.000-200.000 τόνων τη φετινή εμπορική περίοδο (1 Οκτώβρη 2024 – 30 Σεπτεμβρίου 2025), δηλαδή μέχρι 450-500.000 τόνους. Βέβαια, η Κομισιόν είναι λίγο πιο απαισιόδοξη, βλέποντας τελικό απόθεμα 610.000 τόνους τον επόμενο Οκτώβριο, ίσως επειδή δεν αναμένει αισθητή αποκλιμάκωση των τιμών στο ράφι πριν τις αρχές 2025.
Πτωτικά εδώ και μια 5ετία τα τελικά αποθέματα
Τα τελικά αποθέµατα της 2023/24 παίζουν ανάλογα την πηγή στους 300 µε 350 χιλ. τόνους, µε την πορεία τους την τελευταία πενταετία να είναι ξεκάθαρα καθοδική. Από τους 784 χιλ. τόνους στις 30 Σεπτεµβρίου 2019 στους 350 χιλ. τόνους 30 Σεπτεµβρίου 2024, έχουν προηγηθεί 5 ελαιοκοµικές περίοδοι τόσο µε πληθωρικές σοδειές όσο και ελλειµµατικές, δείγµα πως η κατανάλωση σε διεθνές επίπεδο ακολουθεί δοµικά ανοδική πορεία, παρά τα σκαµπανεβάσµατα της προσφοράς. Αυτό απ’ την άλλη που δε φαίνεται να ακολουθεί την «παράδοση» είναι το έσοδο του παραγωγού, ο οποίος µόλις την τελευταία διετία γνώρισε καλύτερες τιµές, απόρροια της µειωµένης διαθεσιµότητας.
Η νέα περίοδος 2024/25 κάνει ποδαρικό από 1η Οκτωβρίου µε τιµές…Ιταλίας στο αγουρέλαιο (έως 10 ευρώ το κιλό, άλλωστε εκείνοι τα αγοράζουν). Παράλληλα, τα αποθέµατα οριακά φτάνουν να λαδώσει η αγορά τον Οκτώβριο και η νέα σοδειά ακόµα ταλανίζεται από όψιµη ξηροθερµία που τρώει λίγο-λίγο τις ελαιοπεριεκτικότητες. Επίσης, επίσηµα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η κατανάλωση διεθνώς υποχώρησε µόλις 8-13% λόγω µειωµένων ροών και της επακόλουθης αναπροσαρµογής των τιµών, ενώ τα κοστολόγια διαµορφώνονται µεσοσταθµικά φέτος πολύ πάνω από τα 4 ευρώ το κιλό και πιο κοντά θα έλεγε κανείς στα 5 ευρώ το κιλό σε µέσους όρους. Αν και δεν υπάρχει δικαιοσύνη στη γλώσσα της αγοράς, δεν είναι τυχαίο πως τα συµβόλαια παράδοσης για Νοέµβριο και ∆εκέµβριο που συνεχίζουν να υπογράφονται στην Ιβηρική, προβλέπουν καθαρή τιµή για τον παραγωγό από 6,00 έως 6,50 ευρώ το κιλό για το έξτρα παρθένο.
Η αύξηση της προσφοράς σε διεθνές επίπεδο κατά 20-25% φέτος, δεν αποτελεί λευκή επιταγή για σταδιακή χειραγώγηση της αγοράς προς τα επίπεδα φθινοπώρου 2022, δηλαδή στα 4,00-5,00 ευρώ ευρώ το κιλό, αλλά ένα καλό εργαλείο για να ανακαλύψει ο κλάδος σε ποιες τιµές και αµοιβές του κάθε κρίκου της αλυσίδας αξίας, υπάρχει πραγµατικά ισορροπία σε ένα πολύπαθο αγροτικό προϊόν όπως το ελαιόλαδο.
Συστήνεται σε νέο κοινό παγκοσμίως το ελαιόλαδο
Η αγορά ελαιολάδου αποτελεί µόλις το 1,25 – 1,50% της παγκόσµιας αγοράς φυτικών ελαίων. Αυτό δεν αποτελεί στρατηγικό µειονέκτηµα, αλλά πλεονέκτηµα. Κάθε χρόνο φυτεύονται εκατοντάδες χιλιάδες στρέµµατα και µπαίνουν σε παραγωγική φάση άλλα τόσα, δίχως κάποια ένδειξη πως η τάση αυτή θα αντιστραφεί. Το ελαιόλαδο «µιλάει» κατά κύριο λόγο στα µικροµεσαία νοικοκυριά, αποτελεί δοµικό στοιχείο της µεσογειακής διατροφής και κουβαλάει πολιτιστική κληρονοµιά 3.000 ετών καθώς και -ανά τύπο υποπροϊόντος- πολλαπλούς ισχυρισµούς υγείας. Μπορεί αρκετές χώρες (µεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) να στερούνται εθνικής στρατηγικής, όµως οι δύο χώρες ηγέτες, δηλαδή η Ισπανία και η Ιταλία, ξοδεύουν δισεκατοµµύρια σε προγράµµατα προώθησης. Ο λόγος που το κάνουν είναι επειδή εµπιστεύονται τις ιδιωτικές µελέτες που φτιάχνει ο πανίσχυρος υποστηρικτικός κλάδος στην Ισπανία, οι οποίες βλέπουν ετήσιο ρυθµό ανάπτυξης 3,42% στην αγορά ελαιολάδου, η οποία µπορεί να αγγίξει σε κεφαλαιοποίηση τα 20 δις δολάρια το 2032. Να σηµειωθεί εδώ πως αν η κατανάλωση είχε υποχωρήσει 30-40%, όπως γενικώς και αορίστως γράφεται, τα τελικά αποθέµατα της 2023/24 έπρεπε να βρίσκονται πάνω από 700 χιλ. τόνους, ρίχνοντας τις τιµές από το καλοκαίρι σε επίπεδα κάτω του εύλογου κόστους.