Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε βράδυ Τετάρτης το Ισπανικό Υπουργείο Γεωργίας, οι πωλήσεις ελαιολάδου οριακά ξεπέρασαν αυτό το μήνα τους 78.500 τόνους, δίχως να προσμετρούνται οι εισαγωγές που εκτιμάται ότι ανέρχονται σε περίπου 20.000 τόνους, αφού έχει ανοίξει άλλωστε και η κάνουλα της Τουρκίας με ρυθμό 10.000 τόνων το μήνα, που όπως φαίνεται πήγαν «καρφί» στην Ιβηρική. Ίσως εκεί να οφείλεται η σταδιακή σύγκλιση των τιμών του λαμπάντε στην Ισπανία με τις υπόλοιπες χώρες της Μεσογείου, οι οποίες πλέον παίζουν κάτω από τα 6,5 ευρώ. Βέβαια, υπάρχουν ακόμα μερικοί δεκάδες χιλιάδες διαθέσιμοι τόνοι (λαμπάντε και κοινά παρθένα) σε Πορτογαλία και Τυνησία σύμφωνα με την OLIMERCA, οι οποίοι βοηθούν στη διατήρηση των αποθεμάτων της Ισπανίας σε αποδεκτά επίπεδα.
Τα αποθέματα ελαιολάδου που διατηρούσαν τα ελαιοτριβεία στις 30 Ιουνίου ανέρχονται σε 251.521 τόνους, ενώ οι τυποποιητές φυλάσσουν σαν ράβδους χρυσού περίπου 162.000 τόνους. Συνολικά, ο ισπανικός κλάδος κινείται σήμερα με απόθεμα 415.000 τόνων. Από θέμα τιμών, οι πλαγιοκαθοδικές κινήσεις θα συνεχιστούν, αφού η καλύτερη σοδειά είναι ξεκάθαρα εξασφαλισμένη, με την συζήτηση πλέον να περιστρέφεται στο πόσο καλύτερη θα είναι.
Πάντως, τα ποιοτικά και καθαρά εξτρίσσιμα σε όλη τη Μεσόγειο θα έχουν το επόμενο διάστημα κάποια περιθώρια να φύγουν σε τιμές πάνω από 7 ευρώ, ίσως και λίγο πάνω από 8 ευρώ, ανάλογα τον αγοραστή και την τελική αγορά στόχο.
Οι περισσότεροι γεωπόνοι θεωρούν πως η παγκόσμια παραγωγή θα ανέλθει σε κάτι λιγότερο από 3 εκατ. τόνους, οι Ιταλοί είναι πιο απαισιόδοξοι -ίσως επειδή έχουν υποστεί τα χειρότερα φαινόμενα ξηρασίας σε σχέση με όλους και τους έχει επηρεάσει ψυχολογικά- ενώ οι Ισπανοί παραμένουν οι πιο αισιόδοξοι όλων, ίσως όμως επειδή η βιομηχανία «διψά» για φρέσκο ελαιόλαδο στα 4-5 ευρώ. H συνέχεια θα δείξει. Βέβαια στην Ελλάδα όποια και αν είναι η παραγωγή, θα μπει σίγουρα το νέο έτος πριν δουν οι καταναλωτές στα ράφια της λιανικής τιμές κάτω από 9 ευρώ στο έξτρα, όπως απολαμβάνουν ήδη αυτές τις μέρες οι Ισπανοί πολίτες.
Υπενθυμίζεται πως η πρώτη εκτίμηση της Agrenda έβλεπε τα εξής νούμερα: