Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου του ελαιολάδου και της ελιάς στη χώρα μας τους τελευταίους μήνες πανηγυρίζει. Οι τιμές εμφάνισαν μια ανοδική σπειροειδή κίνηση, έχουν σταθεροποιηθεί σε υψηλά επίπεδα και όλα δείχνουν πως θα διατηρηθούν εκεί δημιουργώντας μια άκρως σημαντική παρακαταθήκη για τη χρονιά που βαδίζουμε, τη συγκομιδή που βρίσκεται σε εξέλιξη και τα ελαιοκομικά προϊόντα που θα προσφέρει η νέα καλλιεργητική περίοδος.
Μέχρι εδώ μάλλον όλα βαίνουν καλώς και, πώς να μην είναι άλλωστε, καθώς πολλοί είδαν επιτέλους τον παρατεταμένο κόπο και κάματο να ανταμείβεται με τιμές που κινούνται στα όρια της αξιοπρέπειας. Η λέξη κλειδί για το μέλλον ωστόσο παραμένει το «μάλλον».
Αναμφίβολα, όλοι επιθυμούν να πωλούν στην υψηλότερη τιμή από το αποδεκτό εύρος ανά προϊόν. Έχει όμως ο κόσμος του ελαιολάδου και της ελιάς δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες στην κοινωνία, ώστε, ανεξάρτητα από τις αιτίες, οι τιμολογιακοί ανελκυστήρες να μπορούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους; Από τη φύση μου είμαι και παραμένω αισιόδοξος. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξαν γεγονότα με επίκεντρο το ελαιόλαδο που ξεπερνούν την εκ φύσεως αισιόδοξη οπτική και ροπή που με διακρίνει.
Ξεκινώντας από το πρώτο μια και μόνο ρητορική ερώτηση αρκεί για να ξεδιαλύνει τη θολή εικόνα. Πώς είναι δυνατόν ο μέσος όρος πώλησης του αγουρέλαιου να είναι χαμηλότερος από τον μέσο όρο πώλησης των αντίστοιχων ελαιολάδων όταν υπάρχουν χιλιάδες σελίδες συνδυαστικών και κλινικών ερευνών που διατυμπανίζουν τόσο τις ευεργετικότερες για την υγεία ιδιότητές του, όσο και την οργανοληπτική του ιδιαιτερότητα;
Την ίδια στιγμή, πόσοι ελαιοπαραγωγοί είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τα ελαιόλαδά τους βρισκόμενοι σε τυφλές οργανοληπτικές δοκιμές; Αν όχι, πώς είναι σε θέση τότε να τα επικοινωνήσουν σε κάθε ενδιαφερόμενο;
του Λάζαρου Γατσέλου