Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, oι σημαντικές πράξεις τις τελευταίες μέρες στα επίπεδα των 7,20 (Μεσσηνία-Κρήτη) με 7,60 (Λακωνία) ευρώ το κιλό για βυτία έξτρα παρθένου δείχνουν ότι από τη μία υπάρχει η ζήτηση αλλά και η απαραίτητη διάθεση εκ μέρους εμπορίου να πληρώσει το καλό απόθεμα ελαιολάδου στα 7 ευρώ και πάνω για άγνωστο ακόμη διάστημα, ενώ απ’ την άλλη αρκετοί παραγωγοί και ελαιοτριβείς κλείνουν τους λογαριασμούς τους με την 2023/24 στο σημερινό επίπεδο τιμών, βλέποντας πλέον μπροστά τους μια καλύτερη παγκόσμια παραγωγή αλλά πιάνοντας παράλληλα και τον παλμό της συζήτησης στην Ιβηρική αναφορικά με τις ισορροπίες της φετινής περίεργης χρονιάς. Βέβαια, ακόμα στις δεξαμενές μένουν γύρω στους 25-30.000 τόνους, νούμερα συγκρίσιμα με τα αποθέματα στο τέλος της 2022/23.
Ξεφυλλίστε και κατεβάστε σε υψηλή ανάλυση το φύλλο 982 της Agrenda
Φαίνεται λοιπόν πως παρά τα οριακά αποθέματα το καλοκαίρι και την μειωμένη διαθεσιμότητα προϊόντος, κερδισμένοι από την «εμπειρία» της περσινής πλέον χρονιάς βγήκαν όσοι έψαξαν και βρήκαν τρόπο να διαθέσουν τη λίγη (ως επί το πλείστον) σοδειά τους κοντά στα υψηλά του χειμώνα, ή όπως το έθεσε αυθόρμητα στην Agrenda ο 31 ετών παραγωγός από τα Χανιά, Αντώνης Καλογεράκης «μας έδιναν Γενάρη μήνα 9,40 ευρώ για ό,τι είχαμε κρατημένο και μεις πετάγαμε χαρταετό πουλώντας τελικά στα 7 ευρώ».
Σε Μεσσηνία και Λακωνία, έχουν κλειστεί τα πρώτα συνεργεία συγκομιδής στη ζώνη της Μαυροελιάς και της Αθηνοελιάς αντίστοιχα για την τελευταία βδομάδα του Σεπτεμβρίου. Υπενθυμίζεται εδώ ότι η πρώτη πράξη της χρονιάς πέρυσι έγινε 16 Οκτωβρίου από τον ΑΕΣ Αγίων Αποστόλων στα 9,25 ευρώ το κιλό. Δεν αποκλείεται φέτος το αντίστοιχο ποδαρικό να γίνει αρχές Οκτωβρίου λόγω κάποιας πρωϊμισης, αλλά και ανάγκης εκ μέρους των γνωστών Ιταλών αγοραστών.
Στο μέτωπο της παραγωγής, τα χαλάζια στην εκπνοή του καλοκαιριού πλήγωσαν 40-50.000 στρέμματα διάσπαρτα στα νότια και τη Θεσσαλία, όμως άφησαν παρακαταθήκη 30-60 χιλιοστά νερού σε εκατοντάδες χιλιάδες άλλα, βάζοντας έτσι τις βάσεις προς ικανοποίηση του θετικού σεναρίου παραγωγής που είχε από αρχές Ιουνίου καταγράψει η Agrenda, στους 230-240.000 τόνους. Ακόμα και παραπονεμένες ζώνες του νομού Μεσσηνίας που τέλος Αυγούστου δε γνώρισαν στάλα, είδαν τις τελευταίες μέρες 20-30 χιλιοστά, με αποτέλεσμα οι περισσότερες ελιές να ξεζαρώσουν.
Ερωτηματικό παραμένει η ελαιοποίηση επιτραπέζιων ποικιλιών, η οποία θα μπορούσε να φουσκώσει το νούμερο παραγωγής ακόμα και στους 250.000 τόνους, αν τα αυξημένα εργατικά και οι χαμηλές τιμές στις ψιλές «σκάλες» δεν ικανοποιήσουν τους παραγωγούς.
Η μεγάλη εικόνα δείχνει λοιπόν πως η ελληνική ελαιοκομία βαδίζει προς μία αύξηση της παραγωγής της τάξης του 50-55% σε απόλυτα μεγέθη, με μία παγκόσμια σοδειά κοντά στα φυσιολογικά της μεγέθη των 2,9 με 3 εκατ. τόνων, δηλαδή στο +20% με +25% από έτος σε έτος. Παράλληλα, η αγορά ελαιολάδου ξεκινάει από το μηδέν, δίχως στρατηγικά αποθέματα, με μόνο όπλο την φυσιολογική σοδειά, με μία διεθνή κατανάλωση στους 2,8 εκατ. τόνους (βάσει προβλέψεων Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας), η οποία με μία εύλογη υποχώρηση των τιμών στο ράφι θα φέρει πίσω και τους λίγους εκατοντάδες χιλιάδες τόνους που προσωρινά στράφηκαν στο πυρηνέλαιο και σε λοιπά σπορέλαια. Ουσιαστικά, η μεγαλύτερη ελληνική σοδειά σημαίνει πως σε βάθος μιας χρονιάς, ένας μέσος παραγωγός που πέρυσι είχε 5.000 κιλά ελαιόλαδο και πούλησε στα 8 ευρώ, είχε έσοδο 40.000 ευρώ, ενώ φέτος με 7.500 κιλά λάδι και τιμή (ενδεικτικά) στα 6 ευρώ, είναι σε θέση να εισπράξει περισσότερα χρήματα και να συντηρήσει τον ελληνικό ελαιώνα, ο οποίος την τελευταία διετία λόγω υψηλών τιμών, γνώρισε μία απότομη αύξηση του γεωπονικού ενδιαφέροντος. Αυτό σημαίνει πως δέντρα που είχαν να δουν σωστή θρέψη για χρόνια, δέχτηκαν επαρκείς φροντίδες, αφήνοντας υποσχέσεις για πολύ καλύτερες σοδειές, αρχής γενομένης από την ακόμα μακρινή 2025/26.