Συνολικά 852.649 εκτάρια βιολογικών ελαιώνων καταγράφηκαν παγκοσμίως το 2022, σύμφωνα με τον «World of Organic Agriculture» , μια έκθεση που δημοσιεύτηκε από το Ερευνητικό Ινστιτούτο Βιολογικής Γεωργίας (FiBL) και τη Διεθνή Ομοσπονδία Αγροτικών Κινημάτων Βιολογικής (IFOAM). Η έκθεση αναφέρει λεπτομερώς ότι η παγκόσμια έκταση των βιολογικών ελαιώνων είναι 39,3% υψηλότερη από ό,τι πριν από δέκα χρόνια. Ειδικότερα ανά χώρα, η Ισπανία έχει τη μεγαλύτερη έκταση βιολογικών ελαιώνων (262.379 εκτάρια), ακολουθούμενη από την Ιταλία (243.089 εκτάρια), την Τυνησία (173.171 εκτάρια), την Ελλάδα (58.840 εκτάρια), την Τουρκία (56.014 εκτάρια) και την Πορτογαλία (25,63 εκτάρια).
Ωστόσο, πολλές φορές η μετατροπή των συμβατικών ελαιώνων σε βιολογικούς συνεπάγεται χαμηλότερη κερδοφορία και μειωμένη παραγωγική ένταση, γεγονός που συνοδεύεται από χαμηλότερες αποδόσεις και έσοδα από πωλήσεις. Υπάρχουν, επομένως, αμφιβολίες σχετικά με το εάν η υψηλότερη τιμή του βιολογικού ελαιολάδου και η ενίσχυση σε αυτό το σύστημα παραγωγής αντισταθμίζουν πραγματικά τις απώλειες.
Υπό αυτό το πρίσμα, πραγματοποιήθηκε έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Χαέν η οποία βασίστηκε σε συγκριτική ανάλυση της οικονομικής απόδοσης του βιολογικού ελαιώνα έναντι του συμβατικού ελαιώνα λαμβάνοντας υπόψη τις εξής τέσσερις διαστάσεις: παραγωγικότητα, κερδοφορία, βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα.
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείχνουν ότι η μετατροπή των συμβατικών ελαιώνων σε βιολογικούς συνεπάγεται μείωση της παραγωγικότητας, αλλά και χαμηλότερα έσοδα από πωλήσεις. Ωστόσο, η διαφορά αυτή αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις ενισχύσεις για τη βιολογική παραγωγή, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο συνολικό εισόδημα και την κερδοφορία μεταξύ των δύο ειδών ελαιώνων. Ομοίως, τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την ανάλυση δεν επιβεβαιώνουν την ύπαρξη σημαντικών διαφορών βιωσιμότητας μεταξύ συμβατικών και βιολογικών ελαιώνων.
Το ενδιαφέρον αυξάνεται όταν μιλάμε για την περίπτωση της ανθεκτικότητας καθώς, σύμφωνα με τη μελέτη που έγινε, οι βιολογικοί ελαιώνες φαίνεται να είναι πιο ευέλικτοι απέναντι σε πιθανά σοκ της αγοράς και ως εκ τούτου είναι πιο ανθεκτικοί από τις συμβατικές εκμεταλλεύσεις.
Οι ενισχύσεις φαίνεται να είναι αποτελεσματικό μέσο για την προώθηση της βιολογικής παραγωγής. Παρόλαυτα, η μετάβαση προς τη βιολογική καλλιέργεια έχει γίνει μέχρι σήμερα στις περιοχές εκείνες που ο ελαιώνας είναι λιγότερο παραγωγικός.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν πως οι νέες μετατροπές ελαιώνων πρέπει να πραγματοποιηθούν σε περιοχές με ενδιάμεση παραγωγικότητα, για τις οποίες θα απαιτούνταν υψηλότερο επίπεδο κινήτρων (μεγαλύτερη βοήθεια για αντιστάθμιση για εξίσου μεγαλύτερες μειώσεις της παραγωγής).
Υπό αυτή την έννοια, η πρόταση για αύξηση της ενίσχυσης στο πλαίσιο του τρέχοντος σχεδιασμού «κατ’ αποκοπή» (το ίδιο ποσό για όλες τις υποστηριζόμενες εκμεταλλεύσεις) θα δημιουργούσε αναποτελεσματικότητα, καθώς στο πλαίσιο αυτού του συστήματος διανομής θα υπήρχε υπεραντιστάθμιση των λιγότερο παραγωγικών ελαιώνων και θα εξακολουθούσε να είναι ανεπαρκής για την προώθηση της μετατροπής ελαιώνων με ενδιάμεση παραγωγικότητα.
Ως εκ τούτου, προτείνεται αλλαγή του σχεδιασμού των ενισχύσεων με βάση τις πραγματικές απώλειες παραγωγικότητας σε κάθε περιοχή λόγω της μετατροπής σε βιολογικά σε κάθε περιοχή. Έτσι, μεγαλύτερη παραγωγικότητα του συμβατικού ελαιώνα (μεγαλύτερες παραγωγικές απώλειες κατά τη μετατροπή) θα πρέπει να συνεπάγεται μεγαλύτερες επιδοτήσεις για την ενθάρρυνση της υιοθέτησης της βιολογικής παραγωγής.